συνδυασμός — a being taken two together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… … Dictionary of Greek
πρωταργόλη — Συνδυασμός πρωτεΐνης και αργύρου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Είναι σκόνη πολύ λεπτή, κίτρινη και διαλύεται εύκολα στο νερό· περιέχει περίπου 8% άργυρο. Eίναι δραστικότατο αντισηπτικό, δεν ερεθίζει και χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική,… … Dictionary of Greek
συνδυασμοῖς — συνδυασμός a being taken two together masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμοί — συνδυασμός a being taken two together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμοῦ — συνδυασμός a being taken two together masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμούς — συνδυασμός a being taken two together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμῶν — συνδυασμός a being taken two together masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμῷ — συνδυασμός a being taken two together masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυασμόν — συνδυασμός a being taken two together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)