συνδυασμός

συνδυασμός
ο
1. συνταίριασμα: Δεν είναι καλός ο συνδυασμός των χρωμάτων.
2. τοποθέτηση ανά δύο: Ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού θα ωφελήσει πολύ την υγεία του.
3. εναρμόνιση μέσων προς εξασφάλιση της επιτυχίας: Κατάφερε με διάφορους συνδυασμούς να κερδίσει τον αντίπαλό του.
4. σύνολο συνυποψήφιων σε εκλογές: Μετέχει στο συνδυασμό της αριστεράς. – Ανακοινώθηκαν οι συνδυασμοί όλων των κομμάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνδυασμός — a being taken two together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμός — ο, ΝΜΑ [συνδυάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνδυάζω, η τοποθέτηση ορισμένων πραγμάτων κατά ζεύγη νεοελλ. 1. διάταξη ή τοποθέτηση πραγμάτων ώστε να αποτελέσουν ένα αρμονικό σύνολο, συνταίριασμα («συνδυασμός χρωμάτων») 2. συσχέτιση ή… …   Dictionary of Greek

  • πρωταργόλη — Συνδυασμός πρωτεΐνης και αργύρου που χρησιμοποιείται ως φάρμακο. Είναι σκόνη πολύ λεπτή, κίτρινη και διαλύεται εύκολα στο νερό· περιέχει περίπου 8% άργυρο. Eίναι δραστικότατο αντισηπτικό, δεν ερεθίζει και χρησιμοποιείται στην οφθαλμιατρική,… …   Dictionary of Greek

  • συνδυασμοῖς — συνδυασμός a being taken two together masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμοί — συνδυασμός a being taken two together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμοῦ — συνδυασμός a being taken two together masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμούς — συνδυασμός a being taken two together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμῶν — συνδυασμός a being taken two together masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμῷ — συνδυασμός a being taken two together masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυασμόν — συνδυασμός a being taken two together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”